ΣΕΓΑΣ: Η Ελλάδα στην ελίτ με ξύλινα σπαθιά
Ο ΣΕΓΑΣ τοποθετήθηκε αναλυτικά για όσα βιώνουν οι Έλληνες αθλητές
ΣΕΓΑΣ: Με αφορμή την ολοκλήρωση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στη Βουδαπέστη, ο Σύνδεσμος αναφέρθηκε στα σοβαρά προβλήματα που βιώνουν οι αθλητές στην Ελλάδα.
Αναλυτικά όσα αναφέρει ο ΣΕΓΑΣ:
Κοιτάς τον πίνακα των μεταλλίων και τρίβεις τα μάτια σου με έκπληξη. Η Ελλάδα φιγουράρει στις κορυφαίες χώρες του κλασικού αθλητισμού, στην 15η θέση με ένα χρυσό και ένα χάλκινο μετάλλιο! Μπροστά από υπερδυνάμεις όπως η Πολωνία, η Γαλλία, η Κίνα, η Κούβα και η κάποτε κραταιά Γερμανία, που έμεινε στο μηδέν.
Σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα πάρα πολύ υψηλού επιπέδου, τα 22 μέλη της ελληνικής ομάδας πάλεψαν, μόχθησαν, έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους.
Στη Βουδαπέστη βρέθηκαν εκπρόσωποι 206 χωρών. Κάποιες για μια τυπική συμμετοχή, αλλά ένας πολύ μεγάλος αριθμός με υψηλούς στόχους και μεγάλες φιλοδοξίες. Παγκόσμιους πρωταθλητές πανηγύρισαν 23 από αυτές: 5 από την αμερικανική ήπειρο (Βόρεια και Νότια), ισάριθμες από την ασιατική, 9 ευρωπαϊκές, 3 ασιατικές και μία από την Ωκεανία, δηλαδή από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Μετάλλιο κατέκτησαν 46, και 71 είδαν τουλάχιστον ένα μέλος τους να πλασάρεται στην πρώτη οχτάδα. Δηλαδή σχεδόν μία στις τρεις χώρες που μετείχαν στο 20ό παγκόσμιο πρωτάθλημα διαθέτουν έναν τουλάχιστον πολύ υψηλού επιπέδου αθλητή.
Γιατί αυτό ακριβώς απαιτείται για να διακριθεί κάποιος σε ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου: να ανήκει στην ελίτ. Χωρίς διάθεση να υποτιμηθεί κάποιο άθλημα, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα σπορ στον πλανήτη όπου τόσες πολλές χώρες διαθέτουν αθλητές στο τοπ επίπεδο. Κι αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι που προσδίδει τόσο μεγάλη αξία στο μετάλλιο ή σε μια πρόκριση σε τελικό.
Ήταν επιτυχημένη η ελληνική παρουσία στη Βουδαπέστη; Αν κρίνουμε από το χρυσό του Μίλτου Τεντόγλου και το χάλκινο της Αντιγόνης Ντρισμπιώτη, η απάντηση είναι σίγουρα καταφατική. Αν δούμε το σύνολο των εμφανίσεων των 22 αθλητών μας, ρεαλιστικά θα λέγαμε ότι ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα από περισσότερα παιδιά, που αποδεδειγμένα έχουν μεγάλες δυνατότητες. Άλλωστε, πάντα εχθρός του καλού είναι το καλύτερο.
Για σταθείτε, όμως. Πέρα από το υψηλό επίπεδο των αγώνων, που αυξάνει κατακόρυφα το βαθμό δυσκολίας, ποιες απαιτήσεις μπορούμε να έχουμε ως χώρα όταν η υποστήριξη που προσφέρουμε σε αυτά τα παιδιά και τους προπονητές τους, περιορίζεται στις τυπικές παροχές, που με κόπο και ιδρώτα καταφέρνει να εξασφαλίσει η ομοσπονδία;
Όταν στα περισσότερα γήπεδά μας ο αγωνιστικός χώρος είναι επικίνδυνος, όταν το μεγάλο μας στάδιο, το Ολυμπιακό, είναι ακατάλληλο για αγώνες και όταν στον μοναδικό «αξιοπρεπές» κλειστό προπονητήριο, στο ΟΑΚΑ, βγαίνουν οι κουβάδες κάθε φορά που βρέχει; Πώς μπορούμε να απαιτούμε μετάλλια και να ψέγουμε όποιον δεν τα καταφέρνει, όταν ως χώρα δεν παρέχουμε ούτε τα βασικά, δηλαδή ένα στάδιο χωρίς λακκούβες και στοιχειωδώς ανεκτούς βοηθητικούς χώρους;
Όταν οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει την εκγύμναση των πρωταθλητών μας, ασκούν, εκτός από την ιδιότητα του προπονητή, κι αυτή του επιστάτη, του φύλακα, του συντηρητή, του… εφευρέτη για να δοθούν λύσεις κάθε φορά που τα μέσα, τα χρήματα και το προσωπικό των σταδίων δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες;
Πριν, λοιπόν, κρίνουμε τον Χ αθλητή που δεν προκρίθηκε στον τελικό ή την Ψ αθλήτρια που έκανε τρία άκυρα, ας αναλογιστούμε όλα τα παραπάνω. Κι ας πιέσει ο καθένας από το δικό του μετερίζι τους κρατούντες, να στρέψουν την προσοχή τους σε ένα άθλημα και στους εκπροσώπους τους, που με πενιχρά μέσα τρέχουν γρήγορα, πηδούν ψηλά, ρίχνουν μακριά και υπερνικούν όλα τα εμπόδια, για να υψώνουν τη γαλανόλευκη ψηλά και να χαρίζουν λίγες στιγμές υπερηφάνειας στον ταλαιπωρημένο, κι αυτό το καλοκαίρι, ελληνικό λαό.
Πηγή photo: ΣΕΓΑΣ